- προσεφθέγγοντο
- προσφθέγγομαιcall toimperf ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσφθέγγομαι — ΜΑ μιλώ σε κάποιον, προσφωνώ κάποιον αρχ. 1. χαιρετώ 2. ονομάζω, επονομάζω («ἀγγεῑον... μιᾷ κλήσει προσεφθεγγόμεθα», Πλάτ.) 3. ηχώ σε συμφωνία με κάτι, συνοδεύω με τον ήχο μου («οἱ δὲ [αὐλοὶ] ὑπερτέλιοι προσεφθέγγοντο ἀνδρῶν χοροῑς», Πολυδ.).… … Dictionary of Greek